μεθέξοντας

μεθέξοντας
μετέχω
partake of
fut part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συγγραφέας — ο / συγγραφεύς, έως, ΝΜΑ, θηλ. συγγραφεύς Ν [συγγραφή] 1. αυτός που ασχολείται με τη συγγραφή πνευματικών έργων 2. (ειδικά) αυτός που συγγράφει σε πεζό λόγο, σε αντιδιαστολή προς τον ποιητή («ἀκήκοα ἤ που Σαπφοῡς... ή Ἀνακρέοντος τοῡ σοφοῡ ή καὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”